- ξεπλένω
- ξεπλένω και ξεπλύνω ξέπλυνα, ξεπλύθηκα, ξεπλυμένος1. καθαρίζω με νερό κάτι: Ξέπλυνε το ποτήρι.2. μτφ., καθαρίζω κάποιον από ηθική άποψη, αποκαθιστώ: Δε θαμε λιώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα. (Βαλαωρίτης).3. το μέσ., ξεπλένομαι καθαρίζομαι, βγάζω, αφαιρώ από πάνω μου την ακαθαρσία ή αποκαθίσταμαι ηθικά.4. η μτχ., ξεπλυμένος, -η, -ο αυτός που έχασε το χρώμα του, ξεθωριασμένος: Δε μ' αρέσουν τα ξεπλυμένα χρώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.